- γαλακτουχεω
- γαλακτουχέωγᾰλακτ-ουχέωиметь молоко (в грудях)
(γυναῖκες γαλακτουχουσαι Plut. - v. l. γαλακτόω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γυναῖκες γαλακτουχουσαι Plut. - v. l. γαλακτόω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γαλακτουχεῖν — γαλακτουχέω have pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)